- ζῆλον
- ζῆλοςjealousymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζῆλον — Ζῆλος jealousy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek
подражаниѥ — ПОДРАЖАНИ|Ѥ (14), ˫А с. 1.Подражание, следование комул.: прп(д)бнѹмѹ оц҃ю игѹменѹ… д҃ховьнымъ своимъ с҃номъ подающю дрѣвле ѹставъ. послѣдьствѹющемъ же прочимъ по слѣдѹ всѣмъ. и въздвизающемъ дрѹгъ дрѹга на подражѧниѥ. УСт к. XII, 229; на житиѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
THEOPHRASTUS — I. THEOPHRASTUS Archon Athenis, Olymp. 110. An. 1. II. THEOPHRASTUS Philosophus ex Eresso Lesbi oppido sic vocatus ob vocis et eloquentiae suavitatem quasi divinam, quum antea Tyrtamus vocaretur. Strabo, l. 13. Τύρταμος δ᾿ ἐκαλεῖτα πρότερον ὁ… … Hofmann J. Lexicon universale
επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
Παλλάδιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ασκητής στη Συρία. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιανουαρίου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πούβλιος Ρουτίλιος Ταύρος Αιμιλιανός (4ος αι. π.X.). Συγγραφέας. Έγραψε μία λατινική πραγματεία Περί των… … Dictionary of Greek